ΤΟ ΔΙΚΟΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ
Η διαδικασία Προσφυγής αρχίζει με την καταχώριση Αίτησης.
Ο Τύπος της Αίτησης καθορίζεται από τον Κανονισμό 4 των περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμούς του 1962 όπως τροποποιήθηκε.
Στην Αίτηση θα πρέπει να αναγράφεται:
- Όνομα Αιτητή
- Όνομα διοικητικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη
- Προσβαλλόμενη πράξη
- Αίτημα θεραπείας.
- Νομικοί λόγοι που στηρίζουν την Αίτηση Θεραπείας.
- Γεγονότα.
Ως όνομα διοικητικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη αναγράφεται το όνομα του οργάνου που είχε την αποφασιστική αρμοδιότητα για την εκδιδόμενη πράξη.
Με βάση τη νομολογία του Ανωτάτου εάν η πράξη εκτελείται από ένα όργανο παραδείγματος χάρης νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου αλλά τελεί υπό την έγκριση ενός άλλου πχ. Υπουργικού Συμβουλίου η αποφασιστική αρμοδιότητα δεν μετατίθεται στο δεύτερο. Συνεπώς η Προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης του Νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.
Επιπρόσθετα το αίτημα θεραπείας καθώς και η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να αναγράφονται με σαφήνεια και όχι γενικά και αόριστα. Αν η πράξη δεν στρέφεται κατά συγκεκριμένης πράξης τότε απορρίπτεται ως «προδήλως αβάσιμη» χωρίς δημόσια συζήτηση, αλλά αφού ακουστούν οι διάδικοι επί του συγκεκριμένου αυτού ζητήματος.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι με την Προσφυγή προσβάλλονται μόνο πράξεις που εκδόθηκαν πριν την ημερομηνία καταχώρισης της Αίτησης. Δεν είναι δυνατή η προσβολή ενδιάμεσων πράξεων (π.χ. Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης). Επίσης δεν είναι δυνατή η προσβολή μιας πράξης που ήταν αλλά έπαυσε να είναι εκτελεστή. Προσβάλλονται πράξεις που ήταν και είναι εκτελεστές.
Περαιτέρω Αιτητής μπορεί να είναι είτε ο ίδιος ο παθών ή άτομο που είναι δεόντως εξουσιοδοτημένο σύμφωνα με το νόμο.
ΤΑ ΝΟΜΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ
Όταν ο διάδικος εμφανίζεται με Δικηγόρο οι έγραφες προτάσεις πρέπει να αναφέρουν και τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται η Αίτηση του με βάση τον Κανονισμός 7 των περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμούς του 1962 όπως τροποποιήθηκε.
Συνεπώς τα νομικά σημεία επί των οποίων ασκείται η Προσφυγή είναι:
- Αντίθεση με το Σύνταγμα.
- Αντίθεση με νόμο.
- Υπέρβαση εξουσίας.
- Κατάχρηση εξουσίας.
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθιέρωσε τους πιο κάτω παραδοσιακούς λόγους ακύρωσης μιας διοικητικής πράξης:
- Αναρμοδιότητα.
- Παράβαση διατάξεων του Συντάγματος και νόμου.
- Παράβαση τύπου.
- Έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας.
- Παράβαση της αρχής της ισότητας.
- Παράβαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης.
- Κακή άσκηση της διακριτικής εξουσίας.
- Κατάχρηση εξουσίας.
- Πραγματική και νομική πλάνη.
- Μη επαρκής έρευνα.
- Παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης.
Τα επίδικα θέματα εξειδικεύονται και συγκεκριμενοποιούνται από τις γραπτές αγορεύσεις.
Δεν μπορεί ο αιτητής να προβάλει νέο λόγο ακύρωσης με την απαντητική του αγόρευση. Λόγος ακύρωσης που δεν αναπτύχθηκε στην γραπτή αγόρευση θεωρείται ως εγκαταλειφθείς.
Μόνο οι λόγοι ακύρωσης που άπτονται θεμάτων δημόσιας τάξης και περιέχονται στην προσβαλλόμενη πράξηή στους φακέλους ή είναι γνωστοί στο Δικαστήριο εξετάζονται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.
Τέτοιοι είναι:
1.Κακή συγκρότηση αποφασίσαντος οργάνου.
2.Κακή συγκρότηση γνωμοδοτήσαντος οργάνου.
3.Αναρμοδιότητα αποφασίσαντος οργάνου.
4.Αναρμοδιότητα γνωμοδοτήσαντος οργάνου.
5.Παράλειψη λήψης πράξης.
6.Παράλειψη λήψης απαιτούμενης γνωμοδότησης.
7.Μη νομότυπη δημοσίευση πράξης.
Δεν εξετάζονται αυτεπάγγελτα:
- Έλλειψη αιτιολογίας.
- Παράβαση της αρχής της ισότητας.
- Παράβαση των αρχών φυσικής δικαιοσύνης.
- Παράβαση της καλής πίστης.
- Η ισχυριζόμενη αντισυνταγματικότητα του νόμου.
Η ύπαρξη των απαιτούμενων προϋποθέσεων για υποβολή μιας Προσφυγής εξετάζεται αυτεπάγγελτα. Ειδικότερα το Δικαστήριο εξετάζει τα θέματα:
- Δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
- Εκτελεστότητα ή όχι της πράξης.
- Έννομο συμφέρον του αιτητή.
- Εμπρόθεσμο της Προσφυγής (75 μέρες).
Η κρίση της νομιμοποίησης προηγείται της κρίσης της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου.
ΕΝΣΤΑΣΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
Ο Καθ’ ού η Αίτηση μπορεί μέσα σε 21 μέρες να καταχωρίσει Ένσταση με βάση τον Τύπο 2 του Κανονισμού 4 των περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμούς του 1962 όπως τροποποιήθηκε. ( Συνήθως στην πράξη παρέχεται περισσότερος χρόνος)
Στη δίκη μπορεί να παρέμβει και τρίτος που καλείται «ενδιαφερόμενο μέρος» εάν έχει έννομο συμφέρον για τη μη ακύρωση της διοικητικής πράξης.
Η ύπαρξη ή μη του έννομου συμφέροντος του Ε.Μ. κρίνεται κατά τον ίδιο τρόπο που κρίνεται το έννομο συμφέρον του αιτητή.
Το δικαίωμα παρέμβασης δίνεται σε όσους επηρεάζονται άμεσα από την απόφαση του Δικαστηρίου (π.χ. αυτοί που δεν διορίστηκαν στην θέση). Δεν νομιμοποιείται παραδείγματος χάρης αυτός που παραιτήθηκε από τη θέση και παρεμβαίνει για να υποστηρίξει τον διορισμό του Α ή για να υποστηρίξει ότι έπρεπε να διοριστεί ο Β αντί του Α. Περαιτέρω δεν μπορεί ούτε το ΕΜ να παρέμβει για να υποστηρίξει την ακύρωση μιας πράξης.
ΣΥΝΑΦΕΙΑ, ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΗ
Δυο ή περισσότερες Προσφυγές μπορούν να εκδικαστούν μαζί όταν παρουσιάζουν συνάφεια. Συνάφεια υπάρχει όταν:
- Η μια αποτελεί προϋπόθεση της άλλης.
- Αφορούν τον ίδιο αιτητή.
- Στηρίζονται στις ίδιες διατάξεις νόμου.
- Έχουν ταυτόσημη αιτιολογία.
- Εκδόθηκαν στην ίδια διοικητική διαδικασία από το ίδιο όργανο.
- Στρέφονται κατά της ίδιας διοικητικής πράξης.
- Έχουν κοινά επίδικα θέματα.
- Το κύρος της μιας επηρεάζει το κύρος της άλλης.
Το Δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του εξουσία αποφασίζει εάν οι Προσφυγές έχουν ή όχι συνάφεια.
Όταν με τα ίδιο δικόγραφο προσβάλλονται δύο ή περισσότερες Προσφυγές που δεν έχουν συνάφεια μεταξύ τους τότε εκδικάζεται μόνο η πρώτη. Οι υπόλοιπες θα πρέπει να προσβληθούν με νέο δικόγραφο και το εμπρόθεσμό του θα κριθεί με βάση το χρόνο κατάθεσης της αρχικής Προσφυγής.
ΑΚΡΟΑΣΗ
Η εκδίκαση της υπόθεσης γίνεται κατά κανόνα με γραπτές αγορεύσεις των διαδίκων. Κατά σειρά υποβάλλονται από γραπτές αγορεύσεις:
- Αιτητή.
- Καθ’ ου η αίτηση.
- ΕΜ.
- Αιτητή (Απαντητική Γραπτή Αγόρευση).
Μετά ορίζεται για Διευκρινήσεις και για παρουσίαση του διοικητικού φακέλου. Η κατάθεση του διοικητικού φακέλου είναι ουσιώδες θέμα και δεν μπορεί να αντικατασταθεί από το γεγονός ότι πιθανόν ο Καθ’ ου η αίτηση το επισύναψε ως Παράρτημα στη γραπτή του αγόρευση.
Η μη παρουσία του διοικητικού φακέλου καθιστά αδύνατον τον δικαστικό έλεγχο και αναπόφευκτα οδηγεί σε ακυρότητα την προσβαλλόμενη πράξη.
Αντίθετα με τη διαδικασία στη πολιτική δίκη η οποία εφαρμόζει το συζητητικό σύστημα, στην εκδίκαση της Προσφυγής στο Ανώτατο εφαρμόζεται το ανακριτικό σύστημα. Έτσι ο δικαστής έχει την ευχέρεια να:
- Διατάξει προσαγωγή αποδεικτικών στοιχειών.
- Καλέσει μάρτυρες.
- Ορίσει επίδικα θέματα.
- Επανανοίξει την υπόθεση.
Η νομιμότητα της επίδικης διοικητικής πράξης κρίνεται ανεξάρτητα από τα επιχειρήματα και τη στάση των διαδίκων. Θεωρητικά είναι δυνατό μια Προσφυγή να ακουστεί και εν τη απουσία του Αιτητή ή του Καθ’ ου η Αίτηση.
Δεν μπορεί να επιτραπεί η παρουσίαση νέων στοιχείων που προσπαθούν να ερμηνεύσουν την διοικητική πράξη και τα οποία δεν περιλαμβάνονται στο διοικητικό φάκελο τον οποίο είχε μπροστά της η διοίκηση όταν έπαιρνε την απόφαση για την επίδικη πράξη. Επιτρέπεται όμως η προσκόμιση και άλλης μαρτυρίας εκτός από το διοικητικό φάκελο υπό την προϋπόθεση ότι είναι σχετική. (πχ. Μαρτυρία μεταγενέστερη της πράξης που αποδεικνύει ότι η διοίκηση τελούσε υπό πλάνη μπορεί να προσαχθεί. )
Τέλος μετά την υπογραφή της απόφασης από τον δικαστή η εκκρεμοδικία ενώπιον του καθίσταται ανενεργώς και κάθε τροποποίηση της απόφασης γίνεται μόνο στην κατ’ Έφεση δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.