Ο όρος αναφέρεται «στο κενό ανάμεσα στη δημοκρατική πρακτική στην θεωρία και στην πράξη» και παραπέμπει στο δημόσιο διάλογο για το βαθμό στον οποίο η ΕΕ λειτουργεί δημοκρατικά.
Το δημοκρατικό έλλειμμα είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται από τα άτομα που ισχυρίζονται ότι τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και οι διαδικασίες λήψης αποφάσεών τους στερούνται δημοκρατικής νομιμότητας και ότι φαίνονται απρόσιτα στον απλό πολίτη, εξαιτίας της περιπλοκότητας τους.
Το πραγματικό δημοκρατικό έλλειμμα της ΕΕ φαίνεται να αφορά την απουσία ευρωπαϊκής πολιτικής ζωής. Οι ψηφοφόροι της ΕΕ δεν θεωρούν ότι διαθέτουν αποτελεσματικό τρόπο να απορρίψουν μια «κυβέρνηση» που δεν τους ικανοποιεί και να αλλάξουν με κάποιον τρόπο την πορεία της πολιτικής ζωής και των πολιτικών. Περαιτέρω η μελέτη της έννοιας «δημοκρατικό έλλειμμα» έχει αναδείξει στη διεθνή βιβλιογραφία τέσσερις επιμέρους κατηγορίες. Σύμφωνα λοιπόν με τον M. Goodhart προκύπτουν οι εξής τύποι: Θεσμικό, Εκτελεστικό, Δευτερεύων και Δομικό. Ως θεσμικό έλλειμμα λοιπόν ορίζουμε τις παραλείψεις και τις ατέλειες στο σχεδιασμό και τη λειτουργία των οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κριτική που ασκείται αφορά την αδυναμία ουσιαστικής παρέμβασης του πολίτη στις πολιτικές της Ε.Ε. και την αδυναμία των ανώτατων οργάνων (Επιτροπή, Ευρωκοινοβούλιο κλπ.) να αφουγκραστούν και να εκφράσουν τη συνολική βούληση των ευρωπαίων πολιτών.
Παράλληλα, η σημερινή λειτουργία των κομμάτων εντός του Κοινοβουλίου της Ε.Ε. κρίνεται αποξενωμένη από τα πραγματικά ζητήματα γεγονός όμως που αμφισβητείται έντονα. Το Εκτελεστικό έλλειμμα ή έλλειμμα επιδόσεων αποτελεί ουσιαστικά την αποτύπωση των απόψεων του Fritz Scharpf (1997), ο οποίος διαπιστώνει πως η αρνητική ενσωμάτωση των Κρατών-μελών υπό ενιαίες πολιτικές και η παγκοσμιοποίηση των θεσμών υπό το πρίσμα ενός νέο-φιλελεύθερου μοντέλου επηρεάζουν τη συμπεριφορά τους. Ουσιαστικά, στην προσπάθεια τους να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της Ένωσης σε δημοσιονομικά, φορολογικά, κοινωνικά ζητήματα, υπονομεύουν το Κράτος πρόνοιας και τη λήψη αποφάσεων με τη μέγιστη δυνατή δημοκρατικότητα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το ζήτημα της Συνθήκης της Λισαβόνας και παλαιότερα της Συνταγματικής Συνθήκης, όταν ελάχιστες κυβερνήσεις έφεραν το ζήτημα απευθείας στη βούληση των πολιτών φοβούμενες αρνητική τροπή, κάτι που αποδείχτηκε ορθό. Για την αντιμετώπιση του εκτελεστικού ελλείμματος ο Scharpf συστήνει την απορρόφηση των κραδασμών που έχουν οι πολιτικές της Ε.Ε. από τα ίδια τα όργανα της ώστε να επιτευχθεί ένα Κράτος πρόνοιας εγγύτερα στους πολίτες.
Δευτερεύοντα ή διπλά ή εγχώρια χαρακτηρίζονται τα ελλείμματα τα οποία δεν συμβαίνουν σε πρώτο βαθμό εντός των οργάνων της Ε.Ε. αλλά στο εσωτερικό των κρατών μελών. Η αποτυχία εναρμόνισης με κοινοτικές διατάξεις πχ μεταφέρει το πρόβλημα το Κράτος μέλος στην ίδια την Ένωση. Ουσιαστικά λοιπόν είναι αποτέλεσμα του πολυεπίπεδου μοντέλου διακυβέρνησης που προβλέπει η λειτουργία της Ε.Ε. και μπορεί να περιλαμβάνει παραδείγματα όπως η μείωση της λογοδοσίας των κρατών μελών των κυβερνήσεων, οι οποίες χρησιμοποιούν τις εντολές της Ε.Ε. ως πολιτική κάλυψη για τις αντιλαϊκές τους αποφάσεις ή την επίκληση αναρμοδιότητας σε θέματα για τα οποία υπάρχει κοινή ευρωπαϊκή θέση.
Η τελευταία κατηγορία ελλείμματος αποκαλείται στη διεθνή βιβλιογραφία ως διαρθρωτική και αφορά προβλήματα που προκύπτουν από διαρθρωτικές και εννοιολογικές διαφορές μεταξύ της πολιτικής της Ε.Ε. και των πολιτικών των Κρατών-μελών. Ουσιαστικά, αναφέρονται στην έλλειψη κεντρικής κοινής πολιτικής σε κρίσιμα ζητήματα, γεγονός που στα μάτια των πολιτών αποτυγχάνει να εμφανιστεί ως ενιαία πολιτική οντότητα με κοινό λόγο.
Τα χαρακτηριστικά του δημοκρατικού ελλείματος
Η έλλειψη διάκρισης των λειτουργιών και η ανεπαρκής νομιμοποίηση των θεσμών αποτελούν χαρακτηριστικά στοιχεία του δημοκρατικού ελλείματος. Το Συμβούλιο των Υπουργών συνεδριάζει πίσω από κλειστές πόρτες, η Επιτροπή αποτελείται από πρόσωπα που διορίζονται από τις εθνικές κυβερνήσεις, ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καλείται να υιοθετήσει ή να απορρίψει μια απόφαση, που λόγω της αδιαφάνειας, ο μέσος πολίτης δεν γνωρίζει αν η απόφαση αυτή που τον αφορά λαμβάνεται σε κοινοτικό ή εθνικό επίπεδο. Η ύπαρξη διαφορετικών αξιακών και πολιτικών συστημάτων, που μετεξελίσσονται με βάση κοινές, αλλά όχι απόλυτα ταυτόσημες αξίες, θεμελιώνεται στην άποψη ότι η «η ΕΕ δεν μπορεί να λειτουργήσει δημοκρατικά καθώς δε διαθέτει μια κοινότητα επικοινωνίας, εμπειρίας και μνήμης. Δεν διαθέτει ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα, πολιτικούς ηγέτες, μια συνταγματική τάξη πραγμάτων, δεν συνιστά έναν ενιαίο ευρωπαϊκό δήμο,αλλά πολλαπλούς δήμους». Η ΕΕ αποτελεί ένα πολιτικό σύστημα που δε διαθέτει εδαφική βάση, διεθνή προσωπικότητα, ένα σύνταγμα, αλλά ούτε άμεσες εξουσίες επιβολής πολιτικών.
Ιστορική Αναδρομή στην Ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργήθηκε για να τεθεί τέλος στους συχνούς και αιματηρούς πολέμους μεταξύ των γειτονικών ευρωπαϊκών χωρών που κατέληξαν στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Ήδη από το 1950, με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), αρχίζει η ένωση των ευρωπαϊκών χωρών σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο με στόχο τη διασφάλιση διαρκούς ειρήνης. Τα έξι ιδρυτικά μέλη είναι το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο και οι Κάτω Χώρες.
Ο Ρομπέρ Σουμάν, σε συνεργασία με τον Ζαν Μονέ, Γάλλο οικονομικό και πολιτικό σύμβουλο και εμπνευστή του παγκοσμίως γνωστού «Σχεδίου Σουμάν»,οραματίστηκαν και σχεδίασαν τη συγχώνευση της βαριάς βιομηχανίας της Δυτικής Ευρώπης. Ο κύριος στόχος αυτού του «Σχεδίου» ήταν η ενίσχυση της οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης, με το σκεπτικό ότι οι χώρες που συνδέονται με εμπορικές συναλλαγές δημιουργούν μεταξύ τους οικονομικές αλληλεξαρτήσεις, κάτι που ελαχιστοποιεί το ενδεχόμενο συγκρούσεων.
Το «Σχέδιο Σουμάν», δημοσιεύθηκε στις 9 Μαΐου του 1950, ημερομηνία που αναγράφεται πλέον στη ληξιαρχική πράξη γέννησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πρότεινε τον από κοινού έλεγχο της παραγωγής άνθρακα και χάλυβα, που ήταν οι σημαντικότερες πρώτες ύλες για την πολεμική βιομηχανία. Σκοπός του σχεδίου, ήταν να πάψουν τα κράτη να ασκούν κυριαρχικά δικαιώματα στους πόρους που διαδραμάτισαν ζωτικό ρόλο στους παγκόσμιους πολέμους δηλ. τον άνθρακα και το χάλυβα – ούτως ώστε να διασφαλιστεί διαρκής ειρήνη.
Στην πρόταση «Σουμάν» ανταποκρίνονται θετικά, η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, αλλά και η Ιταλία. Έτσι γεννιέται η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), με τη «Συνθήκη των Παρισίων»,στις 18 Απριλίου 1951 και πρώτο Πρόεδρο τον Ζαν Μονέ. Οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι, Γερμανία και Γαλλία, βρίσκονται μετά από αιώνες στο ίδιο στρατόπεδο.
Η επιτυχία της ΕΚΑΧ, οδηγεί τις έξι συν ιδρύτριες χώρες, στη διεύρυνση της συνεργασίας τους και στην υπογραφή της «Συνθήκης της Ρώμης»,στις 25 Μαρτίου του 1957.
Με τη συνθήκη αυτή εγκαθιδρύονται δύο νέοι θεσμοί:
Η «Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας – (ΕΚΑΕ)», η οποία θέτει υπό κοινό έλεγχο την ειρηνική χρήση της ατομικής ενέργειας, στο πρότυπο της ΕΚΑΧ και η «Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα – (ΕΟΚ)»,η οποία αποτελεί την πρώτη μορφή τελωνειακής ένωσης, μεταξύ των έξι χωρών που συμμετέχουν, καθώς, βασίζεται σε ελεύθερες διασυνοριακές συναλλαγές με την κατοχύρωση “τεσσάρων ελευθεριών”, όπως ελεύθερη διακίνηση αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίων και ανθρώπων.
Οι τρεις παραπάνω «Κοινότητες», ΕΟΚ, ΕΚΑΕ και ΕΚΑΧ, συγχωνεύτηκαν στις 8 Απριλίου του 1965, στην «Ευρωπαϊκή Κοινότητα», η οποία στη συνέχεια διευρύνθηκε με τη συμμετοχή και άλλων κρατών – μελών και από την 1η Ιανουαρίου του 1993, τίθεται σε ισχύ η «Ενιαία Αγορά».
Στις 7 Φεβρουαρίου του 1992, υπογράφεται η «Συνθήκη του Μάαστριχτ». Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα ορόσημα στην ιστορία της ΕΕ, με το οποίο θεσπίζονται σαφείς κανόνες για το μελλοντικό ενιαίο νόμισμα, την κοινή εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας, καθώς και τη στενότερη συνεργασία σε θέματα δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων. Σύμφωνα με τη «Συνθήκη του Μάαστριχ», η «Ευρωπαϊκή Κοινότητα», μετονομάζεται σε «Ευρωπαϊκή Ένωση».
Πολλοί ήταν οι οραματιστές ηγέτες που ακολούθησαν το ευρωπαïκό όραμα του Ρομπέρ Σουμάν και του Ζαν Μονέ και ενέπνευσαν στη συνέχεια και άλλους για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτοί, θεωρούνται ως οι «Πατέρες της ΕΕ», όπως ο Κόνραντ Αντενάουερ – Γερμανία, ο Γιόζεφ Μπεχ – Λουξεμβούργο, ο Γιόχαν Βίλεμ Μπέγιεν – Κάτω Χώρες, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ – Ηνωμένο Βασίλειο, ο Αλτσίντε ντε Γκάσπερι – Ιταλία, ο Βάλτερ Χάλσταϊν – Γερμανία, ο Σίκο Μάνσχολτ – Κάτω Χώρες, ο Πωλ Ανρί Σπάακ – Βέλγιο και ο Αλτιέρο Σπινέλι – Ιταλία.
Χωρίς την ενεργητικότητα και την κινητοποίησή τους, δεν θα κυριαρχούσε η ειρήνη και η σταθερότητα που θεωρούμε δεδομένη στην σημερινή πραγματικότητα. Από αντιστασιακοί μέχρι δικηγόροι και πολιτικοί, οι ιδρυτές της ΕΕ συνιστούσαν μια ποικιλόμορφη ομάδα ανθρώπων που όμως διαπνέονταν από κοινά ιδανικά και σκοπούς για μια «ειρηνική, ενωμένη και ευημερούσα Ευρώπη».
Η συνθήκη του Άμστερνταμ τέθηκε σε ισχύ το Μάιο του 1999. Στην παρούσα συνθήκη δεν υπήρχε κάποιο μεγάλο σχέδιο. Η ίδια ενίσχυσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αφού απλοποίησε τη διαδικασία της συν απόφασης και την επέκτεινε σε περισσότερους τομείς.
Τέλος η Συνθήκη της Νίκαιας κατοχυρώνει και θεσμοποιεί την Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων, ενώ ταυτόχρονα δίνει λύσεις σε επιμέρους τεχνικά ζητήματα. Αυξάνεται ο αριθμός των περιπτώσεων στις οποίες εφαρμόζεται η αρχή της ειδικής πλειοψηφίας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, ενώ ρυθμίστηκαν οι προϋποθέσεις μετάβασης σε ενισχυμένες συνεργασίες και υιοθετήθηκε ο Χάρτης Θεμελιωδών δικαιωμάτων[1].
2.2 Τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε πριν την Συνθήκη της Λισαβόνας
Μέχρι και το 1967 υπήρχε ανεξάρτητη διοίκηση αλλά η ανάγκη για έναν σωστά συγκροτημένο οργανισμό χρειάστηκε μια κοινή διοίκηση. Για αυτό δημιουργήθηκαν διάφορα όργανα, το καθένα για τον ειδικό σκοπό του. Αυτά είναι:
- Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
- Το συμβούλιο των Υπουργών
- Η επιτροπή
- Το Δικαστήριο
- Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ)
2.2.1 Ευρωπαικό Κοινοβούλιο:
Αποτελεί τη δημοκρατική φωνή των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντιπροσωπεύει, με άλλα λόγια, τους πολίτες της ΕΕ και εκλέγεται κάθε πέντε χρόνια με απευθείας καθολική ψηφοφορία σε όλα τα κράτη μέλη ταυτόχρονα. Δικαίωμα ψήφου έχει ο κάθε ευρωπαίος πολίτης που είναι εγγεγραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους. Η Κύπρος έχει έξι Ευρωβουλευτές, μέλη της Ευρωβουλής.
Το Κοινοβούλιο εκφράζει τη δημοκρατική βούληση των πολιτών της Ένωσης και εκπροσωπεί τα συμφέροντά τους στις συζητήσεις με τα άλλα θεσμικά όργανα. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πραγματοποιεί τις εργασίες του στο Στρασβούργο, στις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο (Γενική Γραμματεία).
Οι αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου είναι να:
-Εξετάζει και εγκρίνει την Ευρωπαϊκή νομοθεσία
-Ασκεί μαζί με το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τη νομοθετική εξουσία
-Εγκρίνει τον προϋπολογισμό της ΕΕ
-Ασκεί δημοκρατικό έλεγχο πάνω σε όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ
·-Επικυρώνει σημαντικές διεθνείς συμφωνίες όπως Συνθήκες προσχώρησης νέων κρατών-μελών και συμφωνίες εμπορίου[2].
2.2.2 Το Συμβούλιο των Υπουργών:
Αποτελεί διακυβερνητικό όργανο και αποτελείται από εκπροσώπους των κυβερνήσεων των κρατών μελών, δηλαδή οι υπουργοί κάθε κράτους μέλους που έχουν την αρμοδιότητα ενός συγκεκριμένου τομέα. Σε συνεργασία με το Ευρωπαικό Κοινοβούλιο είναι οι νομοθέτες της Ε.Ε.
Το Συμβούλιο
- Διαπραγματεύεται και θεσπίζει τη νομοθεσία της ΕΕ, από κοινού με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με βάση τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
- Συντονίζει τις πολιτικές των χωρών της ΕΕ
- Χαράσσει την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας της ΕΕ, με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου
- Συνάπτει συμφωνίες μεταξύ της ΕΕ και άλλων χωρών ή διεθνών οργανισμών
- Εγκρίνει τον ετήσιο προϋπολογισμό της ΕΕ – από κοινού με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Το Συμβούλιο της ΕΕ δεν έχει μόνιμα μέλη. Συνέρχεται σε 10 διαφορετικές συνθέσεις, καθεμία από τις οποίες αντιστοιχεί στον υπό συζήτηση τομέα πολιτικής. Ανάλογα με τη σύνθεση, κάθε χώρα εκπροσωπείται από τον υπουργό που είναι αρμόδιος για τον αντίστοιχο τομέα πολιτικής.
2.2.3 Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή Κομισιόν
Είναι το πολιτικά ανεξάρτητο τεχνοκρατικό όργανο της ΕΕ που εκπροσωπεί και υπερασπίζεται τα συμφέροντα της Ένωσης ως σύνολο. Η Κομισιόν αποτελεί την κινητήρια δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι υπεύθυνη για τις διαπραγματεύσεις που πραγματοποιούνται αναφορικά με τη Διεύρυνση της ΕΕ.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής εκλέγεται από το Συμβούλιο της ΕΕ που συνέρχεται σε επίπεδο Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων των κρατών-μελών και ο διορισμός του πρέπει να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η κάθε χώρα-μέλος της ΕΕ διαθέτει από ένα Επίτροπο. Η Κομισιόν ενεργεί με πλήρη πολιτική ανεξαρτησία, γι’ αυτό δεν πρέπει να δέχεται υποδείξεις από καμία Κυβέρνηση κράτους-μέλους της ΕΕ. Η θητεία της Κομισιόν είναι πέντε χρόνια και εδρεύει στις Βρυξέλλες.
Οι αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής:
· Προτείνει νέες νομοθεσίες στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο
· Είναι υπεύθυνη για την υλοποίηση των προϋπολογισμών και τη διαχείριση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και σχεδίων
· Είναι “θεματοφύλακας των συμφωνιών”. Διασφαλίζει την ορθή εφαρμογή των αποφάσεων της ΕΕ, των κανονισμών και οδηγιών που εκδίδουν το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο όπως η κοινή γεωργική,πολιτική,η πολιτική στους τομείς της έρευνας, αναπτυξιακής βοήθειας κ.λ.π.
· Διαπραγματεύεται διεθνείς συμφωνίες[3].
2.2.4 Το δικαστήριο
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ή Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το οποίο ιδρύθηκε το 1952 είναι το όργανο επιβολής του νόμου. Εξασφαλίζει ότι η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ερμηνεύεται ομοιόμορφα και εφαρμόζεται αποτελεσματικά. Είναι αρμόδιο για την επίλυση των νομικών διαφορών και προβλημάτων μεταξύ των κρατών-μελών, των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, των επιχειρήσεων και των ατόμων.
Τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να ζητούν τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου όταν έχουν αμφιβολίες αναφορικά με την εφαρμογή των κανόνων της ΕΕ. Επιπλέον, οι πολίτες της ΕΕ μπορούν να προσφεύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποτελείται από ένα δικαστή για κάθε χώρα της ΕΕ και εδρεύει στο Λουξεμβούργο.
2.2.5 Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ)
Ως ανεξάρτητη εξωτερική ελεγκτική αρχή της ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ) μεριμνά για τα συμφέροντα των Ευρωπαίων φορολογουμένων. Παρόλο που δεν διαθέτει νομικές εξουσίες, έχει ως αποστολή τη βελτίωση της διαχείρισης του προϋπολογισμού της ΕΕ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την κατάρτιση εκθέσεων για τα οικονομικά της ΕΕ. Ελέγχει τα έσοδα και τις δαπάνες της ΕΕ για να εξακριβώσει αν οι πόροι της ΕΕ συλλέγονται και δαπανώνται σωστά, και αν αξιοποιούνται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και με την απαιτούμενη λογοδοσία.
Το Ευρωπαικό Ελεγκτικό Συνέδριο ελέγχει κάθε πρόσωπο ή φορέα που διαχειρίζεται ευρωπαϊκά κονδύλια π.χ. με επιτόπιους ελέγχους στα όργανα της ΕΕ (ιδίως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή), στις χώρες της ΕΕ και τις χώρες που λαμβάνουν βοήθεια από την ΕΕ. Επίσης στο πλαίσιο των εκθέσεων ελέγχου, διατυπώνει πορίσματα και συστάσεις που απευθύνονται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις κυβερνήσεις των κρατών μελών. Αναφέρει κάθε υπόνοια σχετική με απάτη, διαφθορά ή άλλη παράνομη δραστηριότητα στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF).Περαιτέρω συντάσσει ετήσια έκθεση για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της ΕΕ, την οποία το ΕΚ εξετάζει προτού αποφασίσει αν θα εγκρίνει τη διαχείριση του προϋπολογισμού της ΕΕ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διαβιβάζει τις γνωμοδοτήσεις των εμπειρογνωμόνων του στους πολιτικούς ιθύνοντες της ΕΕ, ώστε να τους βοηθά να διαχειρίζονται καλύτερα τα κονδύλια της ΕΕ και να λογοδοτούν στους πολίτες της και τέλος δημοσιεύει γνώμες για τις προπαρασκευαστικές νομοθετικές πράξεις που έχουν αντίκτυπο στη δημοσιονομική διαχείριση της ΕΕ, καθώς και έγγραφα θέσεων, αναλύσεις και άλλες δημοσιεύσεις για τα δημόσια οικονομικά της ΕΕ.
Ωστόσο εκτός από τα θεσμικά όργανα, η Ένωση διαθέτει και ορισμένους άλλους οργανισμούς που διαδραματίζουν ειδικευμένο ρόλο:
-Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή όπου εκπροσωπεί την κοινωνία των πολιτών, τους εργαζόμενους και τους εργοδότες.
-Επιτροπή των Περιφερειών όπου εκπροσωπεί την τοπική αυτοδιοίκηση και την περιφερειακή διοίκηση.
-Ευρωπαϊκή Τράπεζα επενδύσεων όπου χρηματοδοτεί τα επενδυτικά σχέδια της Ένωσης και παρέχει βοήθεια στις μικρές επιχειρήσεις μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων.
-Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όπου είναι αρμόδια για την ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική της ΕΕ.
-Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής όπου εξετάζει καταγγελίες των πολιτών για περιπτώσεις κακοδιοίκησης από όργανο ή οργανισμό της ΕΕ.
-Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας δεδομένων όπου διασφαλίζει το απόρρητο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
-Υπηρεσία Επίσημων εκδόσεων των Ευρωπαϊκών κοινοτήτων όπου έχει την ευθύνη πρόσληψης προσωπικού για εργασία στα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.
-Ευρωπαϊκή σχολή Δημόσιας Διοίκησης όπου παρέχει κατάρτιση σε μέλη του προσωπικού της ΕΕ πάνω σε μια σειρά εξειδικευμένων θεμάτων.
Παράλληλα, έχουν συσταθεί και λειτουργούν ειδικευμένοι οργανισμοί. Πρόκειται για αποκεντρωμένους οργανισμούς που εκτελούν ορισμένα τεχνικά επιστημονικά η διαχειριστικά καθήκοντα με στόχο την παροχή στήριξης στα κράτη-μέλη της ΕΕ και στους πολίτες[4].
3.1 Το δημοκρατικό έλλειμα υπό την συνθήκη της Λισαβόνας
Πολλοί επικριτές της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης υποδεικνύουν το λεγόμενο «δημοκρατικό έλλειμμα» ως λόγο της αδιαφορίας των πολιτών για την Ένωση, υπονοώντας ότι οι πολίτες δεν συμμετέχουν στην ευρωπαϊκή διαδικασία λήψης των αποφάσεων, η οποία είναι επομένως μη δημοκρατική και προκαλεί την αποξένωση των πολιτών από τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς. Παραγνωρίζουν το γεγονός ότι η απομάκρυνση των πολιτών από την πολιτική δεν χαρακτηρίζει μόνο την ΕΚ/ΕΕ, αλλά σχεδόν όλες τις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες, όπου ένα μεγάλο μέρος αν όχι η πλειοψηφία των πολιτών απέχουν από τις εθνικές εκλογές.
Επιπλέον λησμονούν ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες έχουν σχεδόν την ίδια επιρροή στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού δικαίου όπως και στη διαμόρφωση του εθνικού δικαίου. Έχουν μια έμμεση επιρροή, μέσω της εκλογής του κόμματος το οποίο σχηματίζει την εθνική κυβέρνηση, η οποία συμμετέχει στη λήψη των αποφάσεων από το υπουργών. Αλλά οι πολίτες συμμετέχουν και άμεσα στη δημοκρατική διαδικασία, δια της εκλογής των βουλευτών, οι οποίοι τους εκπροσωπούν στο Eυρωπαϊκό Kοινοβούλιο, το οποίο έχει όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή στη νομοθετική διαδικασία, χάρη σε συνεχείς βελτιώσεις που επιφέρουν οι Ευρωπαϊκές Συνθήκες.
Η αλήθεια είναι ότι οι νομοθετικές εξουσίες και ο έλεγχος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επί της Επιτροπής έχουν πολύ αυξηθεί σε σχέση με τα πρώτα χρόνια της ολοκλήρωσης, που είχε μόνο συμβουλευτικό ρόλο στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων και που, συνεπώς, το δημοκρατικό έλλειμμα στο ευρωπαϊκό επίπεδο ήταν σημαντικά μεγαλύτερο από εκείνο που υπήρχε σε εθνικό επίπεδο. Τώρα, χάρη στη Συνθήκη της Λισαβόνας, οι περισσότερες αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού από το Συμβούλιο, που αντιπροσωπεύει τις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις των χωρών της Ένωσης, και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που αντιπροσωπεύει άμεσα τους πολίτες της Ένωσης (άρθρο 10 ΣΕΕ).
3.2 Η συνθήκη της Λισαβόνας
Με την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, την 1η Δεκεμβρίου 2009, η Ευρωπαϊκή Ένωση όπως αναφέραμε και πιο πάνω απέκτησε νομική προσωπικότητα και ανέλαβε τις αρμοδιότητες που είχε προηγουμένως η Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Έτσι, το κοινοτικό δίκαιο καθίσταται «δίκαιο της Ένωσης»,περιλαμβάνοντας όλες τις εκ δοθείσες στο παρελθόν διατάξεις δυνάμει της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση όπως αυτή είχε προ της Συνθήκης της Λισαβόνας.
3.3 Στόχοι της Συνθήκης της Λισαβόνας
Στόχοι της Συνθήκης της Λισαβόνας υπήρξαν:
- Μία δημοκρατικότερη και διαφανέστερη Ευρώπη. Προς το στόχο αυτό οδηγούν οι διατάξεις εκείνες που θέλουν ενισχυμένο τον ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων, με περισσότερες ευκαιρίες για τους πολίτες να εκφράζονται και να ακούγεται η φωνή τους, αλλά και με πιο συγκεκριμένη εικόνα για το ποιος κάνει τι σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Συγκεκριμένα:
- Ενισχυμένος ρόλος για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο εκλέγεται απευθείας από τους πολίτες της ΕΕ, θα αποκτήσει νέες σημαντικές εξουσίες όσον αφορά τη νομοθεσία και τον προϋπολογισμό της ΕΕ αλλά και τις διεθνείς συμφωνίες. Ειδικότερα, η αυξημένη χρήση της διαδικασίας συν απόφασης κατά την άσκηση της πολιτικής θα διασφαλίσει την ισότιμη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με το Συμβούλιο, το οποίο εκπροσωπεί τα κράτη μέλη για το μεγαλύτερο μέρος της νομοθεσίας της ΕΕ.
- Μεγαλύτερη συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων: τα εθνικά κοινοβούλια θα έχουν περισσότερες ευκαιρίες να συμμετέχουν στις εργασίες της ΕΕ, κυρίως χάρη σε έναν νέο μηχανισμό που θα διασφαλίζει ότι η Ένωση ενεργεί μόνον στις περιπτώσεις που μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα αποτελέσματα σε επίπεδο ΕΕ (επικουρικότητα). Σε συνδυασμό με τον ενισχυμένο ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το γεγονός αυτό θα προωθήσει τη δημοκρατία και τη νομιμότητα κατά τη λειτουργία της Ένωσης.
- Ισχυρότερη φωνή των πολιτών: χάρη στη σχετική πρωτοβουλία υπέρ των πολιτών, εφόσον συγκεντρωθούν τουλάχιστον ένα εκατομμύριο υπήκοοι σημαντικού αριθμού κρατών μελών, μπορούν να λαμβάνουν την πρωτοβουλία να καλούν την Επιτροπή να υποβάλει νέες προτάσεις πολιτικής.
Περαιτέρω η Συνθήκη της Λισαβόνας επιβεβαιώνει τρεις αρχές δημοκρατικής διακυβέρνησης στην Ευρώπη: Την Δημοκρατική ισότητα όπου τα ευρωπαϊκά όργανα πρέπει να αντιμετωπίζουν ισότιμα όλους τους πολίτες , την αντιπροσωπευτική δημοκρατία όπου ενισχύεται ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και αυξάνεται η συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων και την συμμετοχική δημοκρατία όπου δημιουργούνται νέες μορφές δια δραστικής επικοινωνίας μεταξύ των πολιτών και των οργάνων, όπως η πρωτοβουλία των πολιτών. Επιπλέον, η Συνθήκη της Λισαβόνας διασαφηνίζει τις σχέσεις μεταξύ των χωρών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Tέλος η Συνθήκη της Λισαβόνας αναγνωρίζει και ενισχύει τον ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων, τα οποία θα μπορούν να συμμετέχουν περισσότερο στις εργασίες της Ένωσης, σεβόμενα πάντα τον ρόλο των ευρωπαϊκών οργάνων. Μια νέα διάταξη διασαφηνίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εθνικών κοινοβουλίων στο πλαίσιο της Ένωσης, όσον αφορά ειδικότερα το δικαίωμα ενημέρωσης, τον έλεγχο της τήρησης της αρχής της επικουρικότητας, τους μηχανισμούς αξιολόγησης στο πλαίσιο του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης και την αναθεώρηση των συνθηκών.
Η καινοτομία της Συνθήκης της Λισαβόνας έγκειται κυρίως στον έλεγχο της τήρησης της αρχής της επικουρικότητας η οποία ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στόχος της είναι να εξασφαλίζει ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατό πλησιέστερα στους πολίτες, και ότι διενεργούνται διαρκείς έλεγχοι ώστε να εξακριβώνεται ότι η δράση σε επίπεδο Ένωσης είναι δικαιολογημένη υπό το φως των διαθέσιμων δυνατοτήτων σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο.
Πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με την αρχή αυτή, εκτός από τους τομείς αποκλειστικής αρμοδιότητας, η Ένωση παρεμβαίνει μόνο εφόσον η δράση της κρίνεται αποτελεσματικότερη σε σχέση με την αντίστοιχη δράση που αναλαμβάνεται σε εθνικό επίπεδο. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία απαιτεί να μην υπερβαίνει οποιαδήποτε δράση της ΕΕ όσα είναι αναγκαία για την επίτευξη των στόχων των Συνθηκών. Κάθε εθνικό κοινοβούλιο θα μπορεί εφεξής να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι μια πρόταση δεν είναι σύμφωνη με αυτή την αρχή.
Στην περίπτωση αυτή ξεκινά μια διαδικασία σε δύο φάσεις: • εάν ένα τρίτο των εθνικών κοινοβουλίων θεωρεί ότι μια πρόταση δεν είναι σύμφωνη με την αρχή της επικουρικότητας, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει την πρότασή της και να αποφασίσει αν θα τη διατηρήσει, θα την τροποποιήσει ή θα την αποσύρει και εάν η πλειοψηφία των εθνικών κοινοβουλίων συμμερίζεται τις ίδιες ανησυχίες και η Επιτροπή αποφασίσει, ωστόσο, να διατηρήσει την πρότασή της, θα κινηθεί μια ειδική διαδικασία. Η Επιτροπή θα πρέπει να διατυπώσει τα επιχειρήματά της, ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα αποφασίσουν κατά πόσον πρέπει να συνεχιστεί η σχετική νομοθετική διαδικασία.
4.To νέο θεσμικό πλαίσιο
Μετα την συνθήκη της Λισαβόνας ένα νέο θεσμικό πλαίσιο γεννιέται: Περαιτέρω τα κύρια θεσμικά όργανα της Ένωσης με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας γίνονται από πέντε, επτά και είναι:
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όπου σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 της ΣΕΕ,«αποτελείται σήμερα από αντιπροσώπους των πολιτών της Ένωσης» και όχι από αντιπροσώπους «των λαών των κρατών»(άρθρο 189 της ΣΕΚ).Οι νομοθετικές εξουσίες του ΕΚ έχουν αυξηθεί μέσω της νέας «συνήθους νομοθετικής διαδικασίας», η οποία αντικαθιστά την πρώην διαδικασία συν απόφασης. H διαδικασία αυτή εφαρμόζεται, σήμερα, σε περισσότερους από 40 νέους τομείς πολιτικής, αυξάνοντας τον συνολικό αριθμό σε 73.
Η διαδικασία σύμφωνης γνώμης συνεχίζει να υπάρχει ως «διαδικασία έγκρισης» και η διαδικασία διαβούλευσης παραμένει αμετάβλητη. Η νέα διαδικασία του προϋπολογισμού επιφέρει απόλυτη ισότητα μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την έγκριση του ετήσιου προϋπολογισμού. Το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο πρέπει να εγκρίνεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (έγκριση).
Το ΕΚ εκλέγει πλέον τον Πρόεδρο της Επιτροπής με την πλειοψηφία των μελών του με βάση πρόταση που υποβάλλει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο υποχρεούται να επιλέγει υποψήφιο με ειδική πλειοψηφία, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα των ευρωπαϊκών εκλογών. Το ΕΚ συνεχίζει να εγκρίνει την Επιτροπή ως Σώμα.
Ο μέγιστος αριθμός των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΒΕΚ) έχει οριστεί σε 751. Ο μέγιστος αριθμός εδρών ανά κράτος μέλος μειώνεται σε 96· ο ελάχιστος αριθμός αυξάνεται σε 6. Η Γερμανία διατήρησε τους 99 βουλευτές της έως τις εκλογές του 2014.
Το Συμβούλιο των Υπουργών όπου η Συνθήκη της Λισαβόνας διατηρεί την αρχή της ψηφοφορίας με διπλή πλειοψηφία (πολίτες και κράτη μέλη). Ειδική πλειοψηφία επιτυγχάνεται όταν τουλάχιστον το 55% των μελών του Συμβουλίου, ποσοστό το οποίο αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 65% του πληθυσμού της Ένωσης, υποστηρίζει μια πρόταση (άρθρο 16 παράγραφος 4 της ΣΕΕ). Όταν το Συμβούλιο δεν εξετάζει πρόταση της Επιτροπής ή του ΑΕ/ΥΕ, η απαιτούμενη πλειοψηφία των κρατών μελών αυξάνεται σε 72% (άρθρο 238 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ). Για να σχηματιστεί μειοψηφία αρνησικυρίας, τουλάχιστον τέσσερα κράτη μέλη πρέπει να καταψηφίσουν μια πρόταση. Ένα νέο σύστημα, εμπνευσμένο από τον «συμβιβασμό των Ιωαννίνων», θα επιτρέπει στο 55% (75% έως την 1η Απριλίου 2017) του πληθυσμού ή του αριθμού των κρατών μελών, το οποίο είναι ο αριθμός που απαιτείται για τον σχηματισμό της μειοψηφίας αρνησικυρίας, να ζητεί την επανεξέταση μιας πρότασης εντός «εύλογου χρονικού διαστήματος» (δήλωση 7).
Το Συμβούλιο συνέρχεται δημοσίως όταν συσκέπτεται και ψηφίζει επί σχεδίου νομοθετικής πράξης. Προς τον σκοπό αυτό, κάθε σύνοδος του Συμβουλίου χωρίζεται σε δύο σκέλη, αφιερωμένα αντίστοιχα στις εργασίες επί των νομοθετικών πράξεων της Ένωσης και στις μη νομοθετικές δραστηριότητες. Η Προεδρία του Συμβουλίου θα συνεχίσει να εναλλάσσεται ανά έξι μήνες, αλλά προβλέπονται ομαδικές προεδρίες τριών κρατών μελών διάρκειας 18 μηνών προκειμένου να διασφαλιστεί η καλύτερη συνέχεια των εργασιών τους. Κατ’ εξαίρεση, πρόεδρος του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων θα είναι συνεχώς ο AΕ/ΥΕ.
Η Επιτροπή όπου καθώς ο Πρόεδρος επιλέγεται και εκλέγεται τώρα με συνεκτίμηση του αποτελέσματος των ευρωπαϊκών εκλογών, η πολιτική νομιμότητά του αυξάνεται. Ο Πρόεδρος είναι υπεύθυνος για την εσωτερική οργάνωση του Σώματος (διορισμός Επιτρόπων, κατανομή χαρτοφυλακίων, αίτηση παραίτησης Επιτρόπων υπό συγκεκριμένες συνθήκες).
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου επεκτείνεται πλέον σε όλες τις δραστηριότητες της Ένωσης με εξαίρεση την ΚΕΠΠΑ. Ο αριθμός των γενικών εισαγγελέων μπορεί να αυξηθεί από οκτώ σε έντεκα. Ειδικά δικαστήρια μπορούν να συγκροτηθούν με τη συγκατάθεση του Κοινοβουλίου. Διευκολύνεται η πρόσβαση των πολιτών στο Δικαστήριο. Προβλέπεται η σύσταση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας προκειμένου να ερευνώνται, να διώκονται και να παραπέμπονται στη δικαιοσύνη αδικήματα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.
Ευρωπαϊκό Συμβούλιοόπου η Συνθήκη της Λισαβόνας το αναγνωρίζει επισήμως ως θεσμικό όργανο της ΕΕ, που είναι υπεύθυνο να παρέχει στην Ένωση «την αναγκαία για την ανάπτυξή της ώθηση» και να καθορίζει τους «γενικούς της πολιτικούς προσανατολισμούς και προτεραιότητες». Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν ασκεί νομοθετική λειτουργία. Μια μακροχρόνια προεδρία αντικαθιστά το προηγούμενο σύστημα της εναλλαγής ανά έξι μήνες.Ο Πρόεδρος εκλέγεται με ειδική πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για ανανεώσιμη θητεία 30 μηνών. Το σύστημα αυτό αναμένεται να βελτιώσει τη συνέχεια και τη συνοχή των εργασιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ο Πρόεδρος εκπροσωπεί επίσης την Ένωση στο εξωτερικό, με την επιφύλαξη των καθηκόντων του Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλεια.
Ευρωπαικό Ελεγκτικό Συνέδριο όπου το 2003 η Συνθήκη της Νίκαιας επιβεβαίωσε την αρχή ότι το ΕΕΣ θα αποτελείται από ένα Μέλος από κάθε κράτος μέλος και υπογράμμισε τη σημασία της συνεργασίας του οργάνου με τους εθνικούς φορείς ελέγχου. Η Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009, επιβεβαίωσε εκ νέου την εντολή και το καθεστώς του Συνεδρίου ως θεσμικού οργάνου της ΕΕ. Εξίσου ενδιαφέρουσες για το ΕΕΣ υπήρξαν οι αλλαγές που επέφερε η Συνθήκη στον τρόπο διαχείρισης και ελέγχου των κονδυλίων της ΕΕ, ενισχύοντας τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τονίζοντας την ευθύνη των κρατών μελών για την εκτέλεση του προϋπολογισμού.
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όπου πλέον είναι ένα από τα επίσημα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και βρίσκεται στον πυρήνα του Ευρωσυστήματος και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού. Περισσότερα από 2.500 άτομα από όλη την Ευρώπη εργάζονται για την ΕΚΤ στη Φρανκφούρτη στη Γερμανία. Εκτελούν ένα ευρύ φάσμα καθηκόντων σε στενή συνεργασία με τις εθνικές κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος και, σε ό,τι αφορά την τραπεζική εποπτεία, με τις εθνικές εποπτικές αρχές εντός του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού[5].
Kατά την άποψη μου η Ε.Ε κατά την τελευταία δεκαετία κλήθηκε να αντιμετωπίσει συνεχείς και πολύμορφες προκλήσεις όσον αφορά τον δημοκρατικό της χαρακτήρα και την συμμετοχή των πολιτών στην λήψη αποφάσεων. Πάρα την ύπαρξη των θερμών υποστηρικτών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που υποστηρίζουν την ενοποιητική προοπτική και δυναμική της Ευρώπης, η ίδια η Ένωση έχει προχωρήσει σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις ώστε να ενισχύσει τον δημοκρατικό της χαρακτήρα.
Όπως κατανοούμε με βάση τα πιο πάνω η Συνθήκη της Λισαβόνας αποτέλεσε μια νέα Μεταρρυθμιστική Συνθήκη με διακηρυγμένους στόχους για μια πιο αποτελεσματική και δημοκρατική ένωση με περισσότερη ορατότητα στη διεθνή σκηνή.
Όπως τονίζεται στη Συνθήκη, η ύπαρξη της Ένωσης εξαρτάται από τη θέληση των κρατών μελών, τα οποία απονέμουν (δοτές) και καταγεγραμμένες πλέον αρμοδιότητες στην Ένωση και κατ’ επέκταση στα θεσμικά όργανα για την επίτευξη των κοινών τους στόχων (Άρθρα 2-6 ΣΛΕΕ), μια πρακτική που συναντούμε στα ομοσπονδιακά συστήματα. Επίσης, δηλώνεται ρητά ότι η Ένωση σέβεται την ισότητα των κρατών μελών και τις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους, [Άρθρο 4 (2) ΣΕΕ] ενώ, για πρώτη φορά θεσπίζεται η δυνατότητα κράτους μέλους να αποχωρήσει από την Ένωση. Οι παραπάνω προβλέψεις μαζί με την απάλειψη της πρόβλεψης για την υπεροχή του ενωσιακού δικαίου πρώτον, αναγνωρίζουν έναν πυρήνα κρατικών λειτουργιών, όπου το κράτος διατηρεί την πολιτική και κανονιστική προτεραιότητα έναντι της Ένωσης, δεύτερον, διευκρινίζουν ότι η έννοια της εθνικής ταυτότητας βρίσκεται στο πεδίο του εθνικού Συντάγματος και τρίτον, αναγνωρίζουν την αρχή της ισοτιμίας των εθνικών συνταγματικών πολιτισμών στο πλαίσιο της Ένωσης.
Όπως συμβαίνει από το Μάαστριχτ και μετά, η Συνθήκη της Λισσαβόνας αποτελείται από δύο Συνθήκες, την Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες έχουν το ίδιο νομικό κύρος. Η νέα Συνθήκη καταργεί το σύστημα των «πυλώνων”. Τα θέματα του τρίτου πυλώνα που αφορούν το Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης μεταφέρονται στη ΣΛΕΕ και τα ευαίσθητα ζητήματα της ΚΕΠΠΑ ενσωματώνονται στη ΣΕΕ κι εξακολουθούν να υπόκεινται σε ειδικές διατάξεις και διακυβερνητικούς τρόπους λήψης αποφάσεων. Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως προσαρμόσθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007, στο Στρασβούργο, δεν ενσωματώθηκε τελικά στη Συνθήκη, αλλά επισυνάπτεται και αναγνωρίζεται ότι έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες, δεν ισχύει όμως για όλα τα κράτη μέλη αφού το Ηνωμένο Βασίλειο και η Πολωνία με ειδικό Πρωτόκολλο(Αριθμό. 30)ζητούν εξαιρέσεις.
Τα κείμενα της Συνθήκης ωστόσο θα πρέπει να πούμε πως ακολουθούν την ίδια πρακτική με αυτήν των προηγούμενων. Συνιστούν πολύπλοκα, δυσνόητα και τεχνοκρατικά κείμενα, με πρωτόκολλα, δηλώσεις, παρεκκλίσεις και εξαιρέσεις καθώς και με μεταβατικές περιόδους και κλιμακωτή εφαρμογή ορισμένων διατάξεων και συνεπώς είναι δύσκολο να κατανοηθούν από τους πολίτες.
Παρά το πιο πάνω η Συνθήκη όπως αναφέραμε και προηγουμένως επέφερε σημαντικές αλλαγές και μια από αυτές αφορά την αύξηση των οργάνων από πέντε σε επτά, αφού στα επίσημα όργανα της Ένωσης συμπεριελήφθησαν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καθώς και στην ενίσχυση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του ρόλου των εθνικών κοινοβουλίων αφού τους ανατίθεται για πρώτη φορά ο έλεγχος της τήρησης της αρχής της επικουρικότητας. Επιπλέον, εισάγεται ο θεσμός του μόνιμου Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κι ενισχύεται ο θεσμικός ρόλος του/της Υπάτου Εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και μάλιστα αποκτά διπλή ιδιότητα ως προεδρεύων/ουσα του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων και ως Αντιπρόεδρος της Επιτροπής. Μεταβολές επήλθαν επίσης στην εναλλαγή της Προεδρίας και στις νέες συνθέσεις του Συμβουλίου ενώ οι αλλαγές όσον αφορά στη σύνθεση μιας ολιγομελούς Επιτροπής στην πράξη ακυρώθηκαν από το Ιρλανδικό αρνητικό δημοψήφισμα.
Όσον αφορά στις ενδοθεσμικές μεταρρυθμίσεις, όπως σε όλες τις προηγούμενες διαπραγματεύσεις των Συνθηκών όλα τα όργανα μπορούν να ισχυριστούν ότι έχουν κερδίσει κάτι. Οι μεγάλοι κερδισμένοι της Λισαβόνας ωστόσο, φαίνεται ότι είναι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Όπως αναφέρεται από διάφορες πηγές το δίπολο Ευρωπαϊκή Επιτροπή Συμβούλιο που υπήρχε όσον αφορά τουλάχιστον τις νομοθετικές λειτουργίες των ιδρυτικών Κοινοτήτων, με την τότε συνέλευση στο ρόλο του παρατηρητή, εξελίχτηκε, μέσα από τις διαδοχικές μεταρρυθμίσεις των Συνθηκών σε τρίγωνο Επιτροπή, Συμβούλιο, Κοινοβούλιο όχι απαραίτητα ισόπλευρο.
Σήμερα, μπορεί να μιλήσει κανείς για τετράπλευρο, κάτι που όλοι ελπίζουν να φέρει καλύτερες ισορροπίες στην Ένωση, αφού ήδη η σχέση Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Επιτροπής έχουν γίνει στενότερες. Στο τετράπλευρο σχήμα θα πρέπει να συμπεριληφθεί τόσο ο /η Ύπατος Εκπρόσωπος όσο και τα εθνικά κοινοβούλια, τα οποία μπορούν να παίξουν ρόλο κλειδί αν συντονιστούν και αναλάβουν ενεργότερο ρόλο, αφού για πρώτη φορά όχι μόνο έχουν άμεση ενημέρωση για τις νομοθετικές πράξεις της Ένωσης αλλά σε κάποιες περιπτώσεις μπορούν να τις σταματήσουν.
Περαιτέρω είναι βέβαιο ότι πολλές από τις θεσμικές καινοτομίες της Λισσαβόνας λειτουργούν προς την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας, τη μείωση του δημοκρατικού ελλείμματος καθώς και την ενίσχυση της διεθνούς παρουσίας της Ένωσης. Ωστόσο, κάποιες αποδεικνύονται στην πράξη προβληματικές, όπως για παράδειγμα η πολλαπλή εκπροσώπηση της Ένωσης και η σύγχυση που δημιουργούν οι διαφορετικές απόψεις των επικεφαλής των οργάνων, όπως συνέβη και κατά τη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε πως η Συνθήκη της Λισσαβόνας ναι μεν επέφερε σημαντικές θεσμικές και άλλες αλλαγές εντούτοις όμως δε θέτει σε μια ‘νέα τροχιά’ την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Κατ’ ουσία, μάλλον δεν προσδίδει ένα νέο πολιτικό όραμα για την Ευρώπη αλλά αποπειράται να διαχειριστεί μία σύνθετη πραγματικότητα συνεργασίας είκοσι οκτώ, πολύ διαφορετικών κρατών μελών.